- ετεράριθμος
- ἑτεράριθμος, -ον (Α)1. αυτός που είναι διαφορετικού αριθμού2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεράριθμονη μεταβολή αριθμού, η αλλαγή από τον ενικό αριθμό στον πληθυντικό, ως σχήμα λόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + αριθμός].
Dictionary of Greek. 2013.